κατασκευαστικῶς

κατασκευαστικῶς
κατασκευαστικός
fitted for providing
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κατασκευαστικός — ή, ό (AM κατασκευαστικός, ή, όν) [κατασκευαστής] (λογ.) (για συλλογισμό ή επιχείρημα) ο αποδεικτικός, ο βεβαιωτικός νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κατασκευή 2. ο ικανός να κατασκευάζει κάτι αρχ. 1. ο ικανός στο να προνοεί, ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”